- μονάζουσα
- μονάζωto be alonepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναζούσας — μοναζούσᾱς , μονάζω to be alone pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μοναζούσᾱς , μονάζω to be alone pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάζω — (ΑΜ μονάζω) [μόνος] 1. είμαι ή απομένω μόνος 2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω μσν. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα α) μοναχός, καλόγηρος β) μοναχή, καλόγρια μσν. αρχ. ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά… … Dictionary of Greek